σωστικήν

σωστικήν
σωστικός
able to save
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σωστικός — ή, ό / σωστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σωτικός, ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να σώσει από κίνδυνο, καταστροφή, θάνατο κάποιον ή κάτι (α. «τα σωστικά συνεργεία κινητοποιήθηκαν αμέσως» β. «τὴν δικαιοσύνην νόμων σωστικὴν εἶναι», Αριστοτ.) 2. σωτήριος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”